συστρατήγῳ

συστρατήγῳ
συστράτηγος
fellow-general
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συστρατηγώ — έω, Α [συστράτηνος] 1. ασκώ τη στρατηγία μαζί με άλλον, είμαι συστράτηγος 2. ενεργώ μαζί με άλλον ως συστράτηγος («ἕτερος δὲ τῶν υἱῶν Απολλοκράτης συνεστρατήγει», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • συστρατήγωι — συστρατήγῳ , συστράτηγος fellow general masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”